ἀνέβλυσε

ἀνέβλυσε
ἀναβλύζω
spout up
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομβρόθεος — ὀμβρόθεος, ον (Α) (για την πέτρα που χτύπησε ο Μωυσής και από την οποία ανέβλυσε νερό με θαυματουργό τρόπο) αυτός που στέλνει βροχή από τον Θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + θεός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”